- κουροτερος
- κουρότερος3
(ἀνήρ Hes.)
μετ΄ ἀνδράσι κουροτέροισιν Hom. — с людьми помоложе
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀνήρ Hes.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κουρότερος — κουρότερος, έρα, ον (Α) [κούρος] 1. νεώτερος, νεανικότερος («μηδ ἐρίδαινε μετ ἀνδράσι κουροτέροισιν», Ομ. Οδ.) 2. (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως θετικός βαθμός) νέος, κούρος … Dictionary of Greek
κουρότερος — young masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουροτέροισι — κουρότερος young masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουροτέροισιν — κουρότερος young masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουροτέρους — κουρότερος young masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρότεραι — κουρότερος young fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρότεροι — κουρότερος young masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek
οπλότερος — ὁπλότερος, έρα, ον (Α) (επικ. τ.) 1. ο ικανότερος ή καταλληλότερος στο να φέρει όπλα, δηλαδή ο νεώτερος, σε αντιδιαστολή προς τους γέροντες και τα παιδιά («ὁπλότερος γενεῇ» νεώτερος στην ηλικία, Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ἄνδρες ὁπλότεροι» οι μελλοντικές… … Dictionary of Greek